…Γύρισε το πρόσωπό της και κοίταξε το σπόρο που γυάλιζε, υγρός ακόμη, στην ποδιά της. Άπλωσε το χέρι, ο σπόρος αναπήδησε και γλιστρώντας ανάμεσα στα πόδια της έπεσε στο λευκό πλακάκι σαν ωπή κηλίδα αίματος. Έσκυψε πιο κοντά. Είδε μια κόκκινη λίμνη όλο να μεγαλώνει και το σώμα της να λούζεται στα νερά της. Απέναντί της, τώρα, έστεκε μια γυναίκα με κάπως γνώριμο πρόσωπο. Φορούσε λευκό μαντήλι και το βλέμμα της, ξεθωριασμένο από την πολυκαιρία, βάραινε από τους ήλιους που δέχτηκε…
