«Η πρώτη κραυγή του ανθρώπου είναι κλάμα. Από κει και πέρα οι άνθρωποι ή παραμένουν άνθρωποι και κλαίνε ή γίνονται τέρατα και κάνουν τους άλλους να κλαίνε».
Δύο στενοί φίλοι, ο Ευγενής Βενετός και ο Άρης Βεργωλής, μοιράζονται τη φτώχεια και την απελπισία και φουντώνουν από αγανάκτηση για την αδικία που κυβερνάει αυτό τον κόσμο, προσπαθώντας να την εξηγήσουν ο καθένας απ’ τη μεριά του. Κάποτε θα συναντήσουν τυχαία -ή μήπως όχι;- τον γερο-Ραματά. Αυτός, στον παλιό καφενέ του, θα γίνει ο πατέρας τους, συντροφεύοντάς τους καθώς θα έρχονται αντιμέτωποι με τις επιλογές τους. Ώσπου μια μέρα θα πέσει στα χέρια τους το βιβλίο της Φούγιας, “Για λίγο ουρανό”, που χωρίς να το περιμένουν θ’ αλλάξει τελικά τη ζωή τους. Πρόσωπα που θα τα φέρει κοντά η τύχη, ίσως και το πεπρωμένο, τα οποία ανακαλύπτουν πως τελικά «οι κερασιές θ’ ανθίσουν και φέτος»…
«Νύσταξα να σε καρτερώ, έρωτα, και να λειώνω
μπρος στο βιβλίο της ζωής σκυμμένος μια ζωή!
Μα αν ήτανε να ερχόσουνα για ένα, έστω, πρωί,
χίλια θε να ‘δινα πρωινά να ζούσα εκείνο μόνο!»
Ο Λουντέμης είναι μοναδικό φαινόμενο αυτοδίδακτου και αυτοδημιούργητου συγγραφέα στα Γράμματά μας. Προικισμένος με γνήσιο πολύπλευρο ταλέντο και με μεγάλη, ακαταμάχητη θέληση, κατόρθωσε, όσο κανείς άλλος, να κατανικήσει τα εμπόδια και τα χτυπήματα της αχάριστης ζωής του και ν’αναδειχθεί έξοχος συγγραφέας απ’την πρώτη κιόλας εμφάνισή του. Ποιητής, πεζογράφος που η πρόζα του αστράφτει από δύναμη εκφραστική και ποιητική πνοή απαρομοίαστη μοναδικής πρωτοτυπίας και αναπτύσσεται σε λόγο αδρό, πλούσιο, γοργό και παραστατικό μ’ένα αφηγηματικό δαιμόνιο που συναρπάζει, ζωντανεμένο από διαλόγους που αποκαλύπτουν την ψυχή των ηρώων του και διαγράφουν αληθινούς τύπους, παρμένους απ’τη ζωή. “Οι κερασιές θ’ανθίσουν και φέτος” είναι ένα κοινωνικό ψυχογραφικό μυθιστόρημα που διαπνέεται από το χαρακτηριστικό ιδιότυπο λυρικό ύφος και τα γνώριμα ανθρωπιστικά μηνύματα του συγγραφέα. Μέσα σ’ένα κόσμο άκαρδο και άραχνο, όπου τα όνειρα φτερουγίζουν κρυφά μέσα σε σιωπηλούς λαβυρίνθους, ένας σύγχρονος Δον Κιχώτης ξεκινάει συντροφιά με το Σάντσο του την περιπλάνησή του, παραδέρνοντας στη ρυτιδιασμένη ανθρώπινη έρημο, όπου δεν φυτρώνουν παρά μονάχα λιγοστές ομορφιές και περισσότερες συμφορές. Μοναδική του ελπίδα για κάποιες καλύτερες μέρες, η προσμονή πως στην άκρη του χειμώνα “οι κερασιές θ’ανθίσουν” και θα γεμίσουν πάλι τον κόσμο με στόματα κοκκινισμένα απ’τη λαχτάρα του έρωτα.