Ο έμπορας…Κουβέρτες, τραπεζομάντηλα, προσόψια, πάνες, ντιβανόπανα, χράμια, μαξιλαροθήκες, όλα με δόσεις. -Καλέ Νίτσα; -Τι; Τρέχα, τρέχα, ένας καινούργιος έμπορας! Και τι όμορφος! Έτρεξε η Νίτσ, είδε και αυτή τον καινούργιο έμπορα. Του φώναξαν μαζί με τη Φωφώ, ήρθε κοντά και άρχισαν να διπλώνουν και να ξεδιπλώνουν τα εμπορεύματά του. Είδε και η κυρία Διαμάντω -έτρωγε εκείνη τη στιγμή- παρατήρησε το πιάτο της, έδωσε μιά με τα δάχτυλά της στα αναρχουδισμένα μαλλιά της, τα σουλούπωσε λιγάκι, σκούπισε με την ανάποδη του χεριού της τα χείλια και το πηγούνι της που τρέχανε τα λάδια, έτρεξε και αυτή στα εμπορεύματα. Καινούργιος έμπορας είναι αυτός, καινούργιο κισμέτι. Μαζεύτηκαν και άλλες γειτόνισσες γράδες, κοκκαλιάρες, ζαρωμένες, μισόστραβες, μισόκουτες, με ένα δόντι χωμένο μέσα στα γούλια τους, νέες πασαλειμμένες με ένα δάχτυλο κρέμα, ένα κουτί πούδρα, πασπαλισμένο το μούτρο τους και με τα χείλια και τα μάγουλα παπαρουνισμένα από το κραγιόν, τα φρύδια ξεπατωμένα, τα ματίκλαδα γυρισμένα επάνω και τη μέση σφιχτοδεμένη. Παντρεμένες με τα παιδιά στην αγκαλιά, χηράδες με τη φωτιά στα μάτια και το δαίμονα στην κοιλιά, και κοριτσόπουλα μισοντροπαλά, μισοτολμηρά, με τα τρεμουλιαστά καινουργιοφερμένα στηθάκια τους.
