Ο Βαλερίονας, Βασιλιάς της Κυμβερίας, δεν καταπίεζε τους υπηκόους του τυραννώντας τους αλλά διασκέδαζε με γιορτές ή ολονύχτια όργια αλλά με τα πιο αθώα παιχνίδια: κυνηγητό, γύρω – γύρω όλοι, περνά περνά η μέλισσα, κα ψάρεμα τα χαράματα, ύστερα τα αγάλματα και κουτσό απ΄ όλα όμως παραπάνω του άρεσε το κρυφτούλι. Όποτε ήταν ώρα να λάβει καμιά σοβαρή απόφαση, να υπογράψει κανένα κρατικό έγγραφο, δεχτεί τίποτα διαστρικούς απεσταλμένους ή δώσει ακρόαση σε κανένα μεγαλέμπορας ο Βασιλιάς κρυβόταν και έπρεπε να τον βρουν, αλλιώς τους επέβαλε τις ποι φρικτές τιμωρία. Έτσι, ολόκληρη η ουλή έτρεχε συνέχεια πάνω κάτω στο παλάτι, έψαχνε τις κινητές γέφυρες. Χτένιζε τις ταράτσες χτυπούσε τοίχους, αναποδογύριζε το θρόνο και θρόνο και καμιά φορά όλη αυτή η ιστορία όλη αυτή η ιστορία κρατούσε ώρες γιατί ο Βασιλιάς πάντα έβρισκε καινούργιες κρυψώνες.
