Ο αγέρας, αφού σκόρπισε τα ξεφτισμένα σύννεφα, σκούπισε καθαρά τον ουρανό, μάζεψε σε στεφάνια τη σκόνη του δρόμου και κατόπι λούφαξε σα ναχε χωθεί κι ο ίδιος μεσ το χώμα. Σπουργίτια μαζεύτηκαν, πηδώντας σα μπαλλόνια ‘ πολυάσχολα και θορυβωδικά, βάλθηκαν να τραβάνε τα φτερά από ένα κοκορίσιο κεφάλι’ κάτω απ’ την αυλόπορτα των Ροζάνωφ πρόβαλε ένας μονόφθαλμος μαύρος γάτος’ ζάρωσε, σημάδεψε, όρμησε, μα το πουλί του ξέφυγε’ το πόδι του άγγιξε το κεφάλι του κόκκορα, το πήρε στα δόντια του, το τίναξε και, δίχως βία, κουνώντας σοβαρά την ουρά του το κουβάλησε κάτω από την πόρτα.
