Γαλλία, την εποχή της σφεντόνας και των ξύλινων σπαθιών. Μεταξύ των παιδιών δύο γειτονικών χωριών μιας αγροτικής περιοχής έχει ξεσπάσει λυσσαλέος πόλεμος. Τα λάφυρα; Τα κουμπιά, οι ζώνες και οι τιράντα των ηττημένων. Υπάρχει μεγαλύτερος εξευτελισμός από το να μην μπορείς να κρατήσεις τα παντελόνια σου; Ένα κεφάτο μυθιστόρημα για εφήβους που γρήγορα έγινε κλασικό στο είδος του καθώς καταγγέλλει με τον πιο σπαρταριστό τρόπο την υποκρισία και την υποταγή που οδηγούν σε πραγματικούς πολέμους με πραγματικά θύματα.
“Ο Πόλεμος των Κουμπιών”, είναι μια περιπέτεια ή καλύτερα μια εποποιΐα με ήρωες παιδιά από δέκα έως δεκατεσσάρων χρονών. Δυο παιδικές συμμορίες βίαιες και οργισμένες, εμπλέκονται σε ένα λυσσαλέο αγώνα “μέχρι τελικής πτώσεως”. Η παρεξήγηση που έχει πυροδοτήσει τον πόλεμο τούτο, έχει από καιρό ξεχαστεί. Και όμως διαιωνίζεται, τρέφοντας τα μίση που κρατάνε από την πρώτη συμπλοκή και, κυρίως, τις υποχρεώσεις που η παράδοση επιβάλλει. Μοναδικός σκοπός του αγώνα: ο αντίπαλος να πιαστεί στην παγίδα, να κυριευθεί, να εξουδετερωθεί και τότε αρχίζουν οι ξυλοδαρμοί, το γύμνωμα, το κόψιμο των κουμπιών που συγκρατούν τα ρούχα. Νικητές και ηττημένοι επιστρέφουν στο σπίτι τους κουρελιασμένοι, όπου θα δεχτούν τις επιπλήξεις των εξοργισμένων γονέων, για την καταστροφή και την κατάντια της φορεσιάς τους. Ωστόσο καμιά τιμωρία δεν είναι ικανή να αναστείλλει την έμμονη ιδέα αυτών των αγριμιών για πόλεμο που, ουσιαστικά, χωρίς αυταπάτες, αγωνίζονται ενάντια στην υποκρισία των μεγάλων. “Και να σκεφτεί κανείς πως όταν μεγαλώσουμε, μπορεί να γίνουμε χαζοί σαν κι αυτούς”.