Στη σειρά των λογοτεχνικών έργων του Γ. Μανιατάκου, το “ΞΙΦΟΣ” παίρνει οριακή σημασία, όχι γιατί είναι το δέκατο στην 20ετία της συγγραφικής του εργασίας-το πρώτο του μυθιστόρημα εκδόθηκε το 1958-αλλά γιατί έρχεται σαν καρπός ολόκληρης ωριμότητας και πείρας. Η σκοπιά του Μανιατάκου είναι πολύ πλατιά τώρα. Δεν έμεινε βασικός τομέας στη σύγχρονη ζωή όπου να μην κινήθηκε, άλλοτε σαν δρών πρόσωπο, άλλοτε σαν ερευνητής ή παρατηρητής. Απο ηλικία 18 χρόνων, παράλληλα με τις σπουδές του, πέρασε στη δημοσιογραφία, από την οποία αποχώρησε στο τέλος του 1977-ήταν διευθυντής συντάξεωςτων “Νέων” πολλά χρόνια-για να ασχοληθεί αποκλειστικά με το συγγραφικό του έργο. Ο πόλεμος του 1940-41, η Κατοχή, ο Εμφύλιος, τα μεγάλα κοινωνικά και πολιτιστικά ρεπορτάζ, τα ταξίδια, εξασφάλισαν στον συγγραφέα συνταραχτική πρώτη ύλη για λογοτεχνική μετάπλαση. Τόν όπλισαν με μια ευαισθησία οραματική, ένα ηθικό κριτήριο τολμηρό, μια πρωτότυπη ψυχολογική διαγνωστική, μια οξύτητα παρατήρησης πολυπρισματική, αρετές που ανεπιφύλακτα αναγνωρίστηκαν από την ντόπια και την ξένη κριτική. Η προβληματική του Μανιατάκου βρίσκει στο “ΞΙΦΟΣ” ένα πεδίο σχεδόν αχανές. Οι ήρωες και οι ηρωίδες του παίρνουν μέρος στο αιώνιο παιχνίδι της δύναμης και της αδυναμίας, της εξουσίασης και της υποταγής, της αλύγιστης ευθυτένειας και της αλλοτρίωσης, που προκαλούν αφύσικες αλλοιώσεις και θανάσιμα αδιέξοδα όχι μόνο στις διαταξικές, αλλά και στις διαπροσωπικές σχέσεις. “Ένα μικρό δείγμα από ξένα σχόλια: “…Στις σελίδες του Μανιατάκου βρίσκει κανείς κάτι από τον Μπαρές, τον Ροζέ Βαγιάν, τον Σαίν Τζών Πέρς. Σπάνια συναντάμε στη σύγχρονη λογοτεχνία καταδύσεις στην ανθρώπινη φύση τόσο βαθιές, λυρισμό τόσο γνήσιο, σύμβολα τόσο εκφραστικά…” Ραδιοσταθμός Παρισιού.
